εξακριβωτικός

εξακριβωτικός
η , ό[ν] уточняющий, проверяющий, выясняющий, устанавливающий (истину и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εξακριβωτικός" в других словарях:

  • εξακριβωτικός — ή, ό ο χρήσιμος ή κατάλληλος για εξακρίβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1840 στον Κωνστ. Ηρακλείδη] …   Dictionary of Greek

  • ακριβωτικός — ή, ό [ακριβώ] «ὁ πρὸς ἀκρίβωσιν χρήσιμος», ο εξακριβωτικός* …   Dictionary of Greek

  • επαληθευτικός — ή, ό που επαληθεύει κάτι, που το αποδείχνει ως αληθινό, εξακριβωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»